- Μύσων'
- Μύσωνα , Μύσωνmasc acc sgΜύσωνι , Μύσωνmasc dat sgΜύσωνε , Μύσωνmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μύσων — masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύσων — (6ος αι. π.Χ.). Γνωστός και ως Μ. ο Χηνεύς. Έλληνας φιλόσοφος που έζησε την εποχή του Σόλωνα. Ο Πλάτων τον συγκαταλέγει στους επτά σοφούς της Ελλάδας αντί για τον Περίανδρο. Ο Διογένης ο Λαέρτιος αναφέρει αποφθέγματα του και ο Ιπποκράτης… … Dictionary of Greek
Μυσῶν — Μῡσῶν , Μυσός a prey to all masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυσῶν — μύσος uncleanness neut gen pl (attic epic doric) μύω close fut part act masc nom sg (doric) μύζω make the sound fut part act masc nom sg (doric) μυσάζω fut part act masc voc sg μυσάζω fut part act neut nom/voc/acc sg μυσάζω fut part act masc nom… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσων — μύω close fut part act masc nom sg μύζω make the sound fut part act masc nom sg μυσόω pollute imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) μυσόω pollute imperf ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύσωνα — Μύσων masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύσωνος — Μύσων masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύσωσι — Μύσων masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μύσωσιν — Μύσων masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μυσός — (II) Μυσός, ὁ (ΑΜ) ο κάτοικος τής Μυσίας αρχ. παροιμ. φρ. α) «Μυσῶν λεία» λεγόταν για πράγμα που είναι εκτεθειμένο στη διάθεση όλων και επομένως υπόκειται ατιμωρητί σε λαφυραγωγία β) «ὁ Μυσῶν ἔσχατος» ο πιο ευτελής από τους ανθρώπους … Dictionary of Greek